- τετράειδος
- τετρά-ειδος, ον,A compound of four ingredients ([etym.] εἴδη), Aët.8.61, Phlp. in GC269.34; written [full] τετράϊδον in Cyran.22: cf. ἑξάειδος, ἑπτάειδος, τρίειδος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράειδος — ον, ΜΑ αυτός που αποτελείται από τέσσερα συστατικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + εἶδος (πρβλ. ἑπτά ειδος)] … Dictionary of Greek
τετράειδον — τετράειδος compound of four ingredients masc/fem acc sg τετράειδος compound of four ingredients neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραείδου — τετράειδος compound of four ingredients masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραείδῳ — τετράειδος compound of four ingredients masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek